Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Λευκάδα - Δίκη για πυρκαγιά 2016: «Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός, ο ένας έβριζε τον άλλον»


Συνεχίστηκε το πρωί της Τετάρτης 31 Μαΐου στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λευκάδας η δίκη για την υπόθεση ευθυνών των αρμόδιων φορέων για την καταστροφική πυρκαγιά στο ιστορικό κέντρο της Λευκάδας τον Αύγουστο του 2016, που έκαψε περίπου 15 κτίσματα απειλώντας μεγάλο μέρος της πόλης.

Στο εδώλιο βρίσκονται ο πρώην δήμαρχος Λευκάδας, ο τότε προϊστάμενος τεχνικού τμήματος της ΔΕΔΔΗΕ και ο τότε διοικητής των Π.Υ. Λευκάδας. Η διαδικασία συνεχίστηκε με την κατάθεση των αναγνωστέων εγγράφων και στη συνέχεια εξετάστηκαν τέσσερις μάρτυρες, τρεις εκ των οποίων πολίτες και ένας πυροσβέστης ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε βάρδια ως Αξιωματικός Υπηρεσίας.

Οι συνήγοροι προσκόμισαν φωτογραφίες και ρεπορτάζ του τοπικού Τύπου, ενώ έδειξαν στο δικαστήριο σχετικό οπτικοακουστικό υλικό, τραβηγμένο από τα τοπικά ΜΜΕ και από ιδιώτες με τα κινητά τους, με τα φλεγόμενα σπίτια και τις προσπάθειες κατάσβεσης. Η δίκη θα συνεχιστεί και αύριο, Πέμπτη 1 Ιουνίου.

Ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε σε αυτή την ακροαματική διαδικασία βρέθηκε στο σημείο της πυρκαγιάς της 8ης Αυγούστου 2016, καθώς ένα από τα σπίτια που κάηκαν ήταν το πατρικό της γυναίκας του. Δίνοντας τη δική του εκδοχή των γεγονότων αναφέρει αποσπασματικά: «Με πήραν τηλέφωνο γύρω στις 11.20. Έχω ζήσει πολλές φωτιές στη Λευκάδα. Οι πυροσβέστες δεν εντόπισαν την εστία της φωτιάς που ήταν το πρώτο που έπρεπε να κάνουν. Όταν πήγα ήταν εκεί η πυροσβεστική. Ή δεν έψαξαν να βρουν την εστία, ή δεν ήταν εξοπλισμένοι με εξάρτυση για να πάνε εκεί. Έτρεχαν όλοι γύρω-γύρω χωρίς αποτέλεσμα, ιδιώτες και πυροσβέστες. Πρώτη φορά βλέπω να μην σβήνεται η φωτιά χωρίς να φτάσει σε άλλα σπίτια. Το ελικόπτερο ήρθε γύρω στη 13.30 με 14.00. Δεν πρόσεξα τους κατηγορούμενους εκεί, ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε».

Απαντώντας σε μια από τις ερωτήσεις της Έδρας «Μετά από όλα αυτά, τράβηξα φωτογραφίες. Πήγα την άλλη μέρα και τα βρήκα καθαρισμένα. Ποιος έδωσε την εντολή να καθαρίσουν το σπίτι και να γκρεμίσουν το μπάνιο; Επέστρεψα να πάρω μερικά πράγματα, δεν τα βρήκα, είχαν καθαρίσει», τόνισε ενώ προσθέτει: «Στο σημείο ήταν και πυροσβέστες που γνωρίζω, φορούσαν πολιτικά. Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός, ο ένας έβριζε τον άλλον».

Η δεύτερη μάρτυρας είναι κάτοικος της περιοχής που διέμενε στην οδό Ροντογιάννη. «Την ώρα της φωτιάς ήμουν εκεί γιατί έχω κατάστημα. Κατά τις 11.10 βλέπω έναν κύριο να μπαίνει σε σπίτι γείτονα. Μας είπε "κάτι συμβαίνει, καλέστε την πυροσβεστική". Έτρεξα κατευθείαν σπίτι να ανέβω σκάλες. Ανεβαίνω στον όροφο, δεν μύρισα τίποτα. Δεν υπήρχαν καπνοί, ούτε μυρωδιά. Διακρίνω πίσω από τις σανίδες λάμψη. Λέω "υπάρχει φωτιά". Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να απομακρύνω τη μητέρα μου. Είδα τη γειτόνισσα, μου είπε κάτι για καπνούς από κουζίνα», είπε.

Σε ερώτηση της Έδρας για το αν είδε κάποιον από τους κατηγορούμενους στο σημείο απάντησε ότι είδε τον τότε διοικητή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λευκάδας και ότι είχε έναν διάλογο μαζί του. «Ο διοικητής μού είπε "μην ανησυχείτε, κυρία μου, είναι όλα υπό έλεγχο. Απομακρύνετε το σκύλο», επισήμανε η μάρτυρας.

«Από το κατάστημα μου δεν πήρα τίποτα. Ούτε την τσάντα μου. Κλείδωσα μόνο τη μηχανή», συμπληρώνει.

Απαντώντας σε ερώτημα του δικαστηρίου σχετικά με την επάρκεια νερού και για το αν υπήρχαν αρκετοί πυροσβέστες στο σημείο: «Κάποιος πυροσβέστης είπε ότι δεν υπάρχει νερό. Δεν θυμάμαι να υπήρχαν πολλοί πυροσβέστες. Ρώτησα μάλιστα έναν αν είναι πολλοί και δεν μου έδωσε καμία σημασία. Θυμάμαι αργότερα να σπάνε οι μάνικες από την πίεση του νερού και να τις δένουν με πανιά».

Συνεχίζει παράλληλα απαντώντας σε ερωτήσεις: «Από τις 11.30 μέχρι να καεί το κατάστημα μου νομίζω μεσολάβησε μισή ώρα. Είχε καεί σίγουρα το ένα σπίτι, είχε αρπάξει ένα άλλο ενώ το απέναντι όχι ακόμα. Το ελικόπτερο ήρθε μετά τη 13.00. Έβλεπα τους πυροσβέστες που προσπαθούσαν να ρίξουν νερό στους τσίγκους. Θυμάμαι από παλιούς Λευκαδίτες να λένε ότι για να γίνει κατάσβεση πυρκαγιάς στο ιστορικό κέντρο, οι πυροσβέστες πρέπει να γνωρίζουν. Έχει ιδιαιτερότητες».

Απαντώντας τώρα σε ερωτήσεις της εισαγγελέα της έδρας: «Από το 2005 που μένω στη Λευκάδα, δεν κατάλαβα να έχει γίνει άσκηση της πυροσβεστικής στο ιστορικό κέντρο. Στην τότε συνέντευξη του διοικητή της πυροσβεστικής έπρεπε να προστεθεί ότι "έχουμε γνώση ότι δεν έχουμε τα τεχνικά μέσα. Να έχουν όλοι από έναν πυροσβεστήρα". Ένας πυροσβέστης δεν ήξερε ότι ο γείτονας μας είχε δεύτερο όροφο. Την επόμενη μέρα ο Δήμος μπήκε στο οίκημα μου και καθάρισε τα πάντα».

Η τρίτη μάρτυρας είχε κι αυτή σπίτι στη γειτονιά που κάηκε στην παλιά πόλη της Λευκάδας. «Δεν ήμουν παρούσα στο συμβάν, κατοικώ σε άλλο σημείο της πόλης. Βρέθηκα εκεί γύρω στις 14.30 με 15.00 όταν γίνονταν οι ρίψεις με το ελικόπτερο. Εκείνη την ώρα υπήρχε πολύς κόσμος. Ένας κύριος από την πυροσβεστική δεν γνώριζε τίνος ήταν το κάθε σπίτι. Του είπα ότι στο δεύτερο όροφο υπήρχε διαμέρισμα με κουζίνα ενός γείτονα. Είτε ο γείτονας μας προσπάθησε να τα κρύψει, ή η πυροσβεστική δεν είχε εικόνα. Σε παλαιότερη φωτιά σε άλλο σημείο του ιστορικού κέντρου, ο Αξιωματικός Υπηρεσίας ήξερε τι να κάνει, ανέβηκε σε ένα διπλανό σπίτι, άνοιξε τη στέγη και έριχνε νερό. Είχα διαβάσει τη συνέντευξη του τότε διοικητή (κατηγορούμενου), με είχε εντυπωσιάσει. Ήταν ο πρώτος που είχε αντιληφθεί την κατάσταση. Όμως, όταν έγινε το συμβάν, έμεινε εκεί και δεν έκανε πράξη», είπε.

Λίγο πριν κλείσει την κατάθεση της προσέθεσε κάτι τελευταίο που αφορά το δήμο. «Ένα κομμάτι του σπιτιού έμεινε άθικτο από την πυρκαγιά. Την επόμενη ημέρα ο Δήμος καθάρισε χωρίς να μας ενημερώσει. Καταστράφηκαν στοιχεία. Δυστυχώς, αλήθεια σας λέω. Στις 9/8/2016 ξεκίνησαν να καθαρίζουν τα σπίτια. Δεν μας άφησαν χρόνο να βρούμε πραγματογνώμονα. Δεν είχαμε αντίρρηση να καθαρίσουν τους δρόμους, τουριστική σεζόν ήταν. Τα σπίτια όμως έπρεπε να τα αποκλείσουν», συμπλήρωσε.

Ο τέταρτος μάρτυρας είναι αξιωματικός της πυροσβεστικής, ο οποίος την ώρα του συμβάντος είχε βάρδια ως Αξιωματικός Υπηρεσίας. «Ειδοποιηθήκαμε για φωτιά σε σπίτι δίπλα από τη βιβλιοθήκη. Σπεύσαμε στο σημείο, το ένα όχημα με τρία άτομα και άλλα δύο στο δεύτερο. Είχαμε τα πάντα, πλήρη εξάρτυση, ό,τι προβλέπεται. Είδα σε στέγες μαύρους καπνούς. Υπήρχε φωτιά σε πλήρη εξέλιξη. Μπήκα σε ένα σπίτι. Ήταν όλα τα σπίτια ανοιχτά. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, μου φώναξαν πολίτες "δεν είναι εδώ ή φωτιά, είναι στο δίπλα".  Πήγα στο δίπλα σπίτι, είδα πολύ καπνό χωρίς να δω φωτιά. Πήγα στο προηγούμενο σπίτι πάλι. Η φωτιά υπήρχε ακριβώς στη μεσοτοιχία από τα δύο σπίτια. Καιγόταν όλη η μεσοτοιχία και όλη η στέγη. Καιγόταν για ώρα και υπήρχε κίνδυνος και για εμάς. Ξεκινήσαμε την προσβολή της φωτιάς εντός σπιτιού. Άφησα τον συνάδελφο μέσα στο σπίτι, που δεν επιτρέπεται να τον αφήσω μόνο του.

Κατέβηκα να ενημερώσω για ενισχύσεις και ότι η φωτιά είναι μη αντιμετωπίσιμη από εμάς. Πέρασαν 3-4 λεπτά αφότου φτάσαμε στο σημείο για να ενημερώσω ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη φωτιά. Επέστρεψα στο σπίτι να προσβάλλω τη φωτιά, δεν κατέστη εφικτό. Το πρώτο όχημα έφτασε στο σημείο σε 1,5 με δύο λεπτά, μέσω κεντρικής αγοράς. Το άλλο πέρασε την Ηρώων Πολυτεχνείου, την Βαλαωρίτου (παλιό νοσοκομείο), πέρασε από τον ΟΤΕ και έφτασε. Αυτή η διαδρομή με καθυστέρηση λόγω των παρκαρισμένων. Τα παρκαρισμένα οχήματα δεν μετακινήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, τα μετακίνησαν πυροσβέστες και πολίτες με τα χέρια», αναφέρει αποσπασματικά ο μάρτυρας.

Απαντώντας στις ερωτήσεις της εισαγγελέα: «Μέχρι να καταφτάσει στο σημείο επόμενος αξιωματικός, επικεφαλής ήμουν εγώ. Από τη στιγμή που ήρθε ο διοικητής είναι αυτός επικεφαλής ώσπου να έρθει ανώτερος του. Ο επικεφαλής εκείνη τη στιγμή κρίνει αν χρειάζεται επιπλέον ενισχύσεις. Καλώς ή κακώς, στη δουλειά μας η κατάσταση κρίνεται από τις αποφάσεις εκείνης της στιγμής. Είναι δύσκολο να το καταλάβουμε όσοι βρισκόμαστε εδώ, το πόσο δύσκολες αποφάσεις είναι εκείνη τη στιγμή», περιγράφει.

Όσον αφορά τις μάνικες που όπως κατατέθηκε από προηγούμενο μάρτυρα, έσπαγαν από την πίεση του νερού απαντά: «Είναι συνιθισμένο φαινόμενο να σπάνε από την πίεση. Όταν τις έχεις μόνιμα σε τέρμα γκάζι, σπάνε. Τα πανιά που προσθέτουμε είναι της Υπηρεσίας».

 

«Αν είχαμε κληθεί νωρίς, θα σβήναμε τη φωτιά και χωρίς να ανέβουμε πάνω»

Απαντώντας σε ερώτηση συνηγόρου: «Προσπαθούσαμε να μην επεκταθεί στα σπίτια δεξιά και αριστερά. Μέχρι να έρθει το εναέριο μέσο έκανε ώρα. Αυτό που καταφέραμε είναι να μην τραυματιστεί κανένας πολίτης, κανένας πυροσβέστης. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, όλοι νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω από εμάς. Τη συγκεκριμένη μέρα πράξαμε ό,τι έπρεπε. Δεν γίνεται εκείνη την ώρα ένας μάχιμος να ψάχνει τον διοικητή του, ούτε το αντίστροφο. Αν είχαμε κληθεί νωρίς, θα σβήναμε τη φωτιά και χωρίς να ανέβουμε πάνω. Έβλεπα καπνούς να βγαίνουν σαν τρελοί από τα παράθυρα».

«Για να κάνουμε κατάσβεση, πρέπει να μπορέσουμε να βρούμε μια φωτιά που να μην κινδυνεύει η ζωή μας. Δεν θέλουμε να γίνουμε μάρμαρα στην Αθήνα. Για να οριοθετήσεις μια φωτιά πρέπει να είναι σε σημείο που να μπορείς να αποκτήσεις πρόσβαση. Για να ανέβεις στη στέγη, πρέπει η στέγη να σ' το επιτρέπει. Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε συνάδελφο να ανέβει σε στέγη που θα πέσει. Ξεκινήσαμε προσβολή της φωτιάς από κάτω. Για να ανέβεις πρέπει να ξέρεις ότι η στέγη είναι στερεή. Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καύσιμη ύλη. Όπου πηγαίναμε, βλέπαμε νέες εστίες».

Ο μάρτυρας, απαντώντας σε ερώτηση συνηγόρου σχετικά με το ελικόπτερο, επισημαίνει: «Όταν ενημερώθηκε ότι κάλεσαν ελικόπτερο, ξαφνιάστηκα. Λέω, ράδιο αρβύλα θα 'ναι. Κάποιος θα το 'πε. Σε αστικό ιστό δεν μου έχει ξανατύχει. Το ελικόπτερο δεν καλείται σε αστικό ιστό. Τα ελικόπτερα απογειώνονται με εντολή της Συντονιστικής Υπηρεσίας».

Εξηγώντας παραπάνω το πώς εξαπλώθηκε η φωτιά, αφότου του ζητήθηκε, υπογραμμίζει: «Μιλάμε για φωτιά που έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και προσπαθούμε να την περιορίσουμε. Η άλλη οικία, απέναντι πλευρά του στενού, πήρε φωτιά από την εκπεμπόμενη ακτινοβολία και θερμότητα. Εστάλη το ελικόπτερο γιατί θεωρήθηκε υψηλού κινδύνου κατάσταση. Έγιναν τηλεφωνήματα από όλους τους φορείς. Έπρεπε να μας καλέσουν μόλις αντιλήφθηκαν τη φωτιά και να μην προσπαθούν να τη σβήσουν μόνοι τους».

Ερωτώμενος από συνήγορο υπεράσπισης κατηγορουμένου για τα παρκαρισμένα: «Την επόμενη χρονιά, ο διοικητής ο επόμενος πήγαινε κάθε μέρα στο ιστορικό κέντρο. Έβλεπε αν υπάρχουν παρκαρισμένα, καλούσε τη Δημοτική Αστυνομία και τους έκοβε κλήσεις. Αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Την άλλη μέρα ήταν άλλοι. Οι περισσότεροι ήταν τουρίστες της μιας ημέρας», καταλήγει.

Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί αύριο, Πέμπτη 1 Ιουνίου στις 9.00 π.μ.

Άγγελος Χόρτης

Πηγή: aixmi-news.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου